- λυπρόν
- λυπρόςdistressfulmasc acc sgλυπρόςdistressfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EREMBI — Arabiae pop. Dionys. de situ orbis, Λυπρὸν ὁρεσκῴων παραφαίνεται οὖδας Ε᾿ρεμβῶν. Sic autem dicuntur, non ὐπὸ τοῦ εἰς ἔραν βαίνειν, uti volunt Grammaticorum filii, sed ab Hebraeo ereb, i. e. Arabia Strab. l. 1. Ε᾿ρεμβοὺς, οὕς εἰκὸς λέγειν… … Hofmann J. Lexicon universale
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
μυρήεν — μυρῆεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυπρόν, θρηνῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. ήεις / ῆεν (πρβλ. ονειρ ήεις)] … Dictionary of Greek